^Κορυφή
  • Armeni Η Δημοτική ενότητα Αρμένων...
    ...αποτελείται από τα δημοτικά διαμερίσματα: Καλύβες, Αρμένους, Νέο Χωριό, Στύλος, Ραμνή, Καρές, Μαχαιροί. Η μεγαλύτερη επιφάνεια του Δήμου, καλύπτεται από βοσκότοπους και καλλιεργούμενες εκτάσεις. Κατά τους θερινούς μήνες, οι επισκέπτες μπορούν να απολαύσουν το μπάνιο τους στις βραβευμένες παραλίες των Καλυβών, του Γλάρου, της Κυανής Ακτής και της Κεράς....
  • Vamos Η Δημοτική ενότητα Βάμου...
    ...περιλαμβάνει τα δημοτικά διαμερίσματα: Βάμου, Γαβαλοχωρίου, Κάινας, Κεφαλά, Ξηροστερνίου, Πλάκας, Σελλίων, Καλαμίτσι Αλεξάνδρου και Κόκκινου Χωριού. Είναι ημιορεινή περιοχή με ποικιλόμορφο και ενδιαφέρον φυσικό περιβάλλον, όπου κυριαρχεί η τοπική δασώδης και θαμνώδης βλάστηση αλλά χαρακτηρίζεται και από την πλούσια αρχιτεκτονική κληρονομιά της. Υπήρξε στο παρελθόν πρωτεόυσα του Δήμου καί φιλοξενεί το Κέντρο Υγείας και Δικαστήριο.
  • Georgioupolis Η δημοτική ενότητα Γεωργιούπολης..
    ... με βουνό και κάμπο, ποταμούς, λίμνη και θάλασσα, άγρια φύση και καλλιεργήσιμη γη. Τοπία απαράμιλλης ομορφιάς, οικισμοί που διατηρούν το παραδοσιακό Κρητικό στοιχείο, αλλά και οικιστικές ζώνες με κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα, νυχτερινή ζωή, σύγχρονες ξενοδοχειακές μονάδες με υπηρεσίες υψηλής ποιότητας στόν τουρισμό.Μαθές, Καβρός, Κουρνάς, Κάστελλος, Φυλακή, Πάτημα, Δράμια, Εξώπολη και Καλαμίτσι Αμυγδάλου είναι τα χωριά της ενότητας αυτής.
  • Krionerida Η Δημοτική ενότητα Κρυονερίδας..
    ...αποτελείται από τις Βρύσες, την Μάζα, τον Αλίκαμπο, τον Εμπρόσνερο, τον Βαφέ και το Νίππος, ορεινά και ημιορεινά χωριά της ρίζας των Λευκών Ορέων. Τα χωριά αυτά χαρακτηρίζονται για τη φιλοξενία των κατοίκων τους, την διατήρηση της Κρητικής παράδοσης, ενώ κύρια ασχολία τους, είναι η κτηνοτροφία και η γεωργία. Η Δ. ενότητα Κρυονερίδας, καταλαμβάνει το κεντρικό τμήμα της επαρχίας Αποκορώνου και συνορεύει την Δήμο Σφακίων από νότια.
  • Fres Η Δημοτική ενότητα Φρε...
    ...αποτελείται από τα δημοτικά διαμερίσματα του Φρε, Μελιδονίου, Παιδοχωρίου, Πεμονίων και Τζιτζιφέ. Βρίσκεται στους πρόποδες των Λευκών Ορέων. Το έδαφος είναι ημιορεινό, παράγει άριστο λάδι, κρασί και εξαίρετα κτηνοτροφικά προϊόντα. Υπάρχουν 4 παραδοσιακά τυροκομεία που αξιοποιούν το γάλα της περιοχής και παράγουν άριστη γραβιέρα, ανθότυρους και μυζήθρα. Δύο βιοτεχνίες με παραδοσιακά έπιπλα, και πέντε Ελαιουργεία δίνουν ζωή στον τόπο διατηρώντας την παράδοση.
  • Asi Gonia Η Αση Γωνιά ..
    ...είναι ένα ορεινό χωριό του Δήμου με μεγάλη ιστορία, χωριό κτηνοτρόφων με 700 κατοίκους περίπου, και ο αριθμός αυτός αυξάνεται διαρκώς. Στην Αση Γωνιά γιορτάζει στις 23 Απριλίου ο Αγιος Γεώργιος ο Γαλατάς. Είναι η κεντρική εκκλησία στην πλατεία του χωριού και τη μέρα της γιορτής του Αγίου οι κτηνοτρόφοι κατεβάζουν τα πρόβατα από τα βουνά στην εκκλησία, τα αρμέγουν και μοιράζουν το γάλα στους παρευρισκόμενους. Σίγουρα μια πολύ ασυνήθιστη γιορτή.

ΧΙΛΙΟΜΟΥΔΟΥ

ΧΙΛΙΟΜΟΥΔΟΥ

Η Χιλιομουδού βρίσκεται σε υψόμετρο 367 μέτρων στα δυτικά της κοιλάδας του Κοιλιάρη, σε ένα ύψωμα ανάμεσα στα χωριά Σαμωνάς και Κυριακοσέλια. Δεν είναι γνωστό από που προέρχεται η ονομασία του οικισμού ή πότε ιδρύθηκε, αλλά δεν αναφέρεται στις απογραφές της Βενετοκρατίας, οπότε εκτιμάται ότι χτίστηκε κατά την Τουρκοκρατία. Το χωριό μνημονεύεται στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834 ως Khiliomudú, οπότε και κατοικούνταν από 9 χριστιανικές οικογένειες. Η κύρια εκκλησία του οικισμού είναι αυτή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο βορειοανατολικό άκρο του, δίπλα στην οποία βρίσκεται το παλιό σχολείο.

Λόγω της ορεινής και οχυρής θέσης του, το χωριό υπήρξε αρκετές φορές καταφύγιο για επαναστάτες κατά της εκάστοτε εξουσίας. Μετά τη μάχη στο Πρόβαρμα, τον Μάιο του 1841, αρκετοί επαναστάτες κατέφυγαν στη Χιλιομουδού και τα γύρω χωριά, ενώ λίγο μετά την έναρξη της Μεταπολιτευτικής Επανάστασης, τον Οκτώβριο του 1895, μια ομάδα από 40 ένοπλους -μεταξύ των οποίων και ο θρυλικός Παπαμαλέκος- περιπλανήθηκε τον ορεινό Αποκόρωνα και πέρασε και από τη Χιλιομουδού.

Έκτοτε το χωριό «χάνεται» από τις ιστορικές πηγές, αλλά ευτυχώς κρατάει καλά την παράδοση, καθώς εδώ βρίσκεται το μόνο ελαιοτριβείο σε όλη την Ελλάδα που λειτουργεί ακόμα με τον παραδοσιακό τρόπο (με μύλους και τορβάδες), ένα από τα τελευταία εργαστήρια κατασκευής κρητικών μουσικών οργάνων (το οποίο φτιάχνει λαούτα, βιολιά, μαντολίνα και λύρες) και ένα από τα τελευταία εργαστήρια κατασκευής κουδουνιών αιγοπροβάτων, γνωστά στα κρητικά ως «λέρια».

Διοικητικά, η Χιλιομουδού αναφέρεται ως μέρος του Δήμου Φρε το 1881 και το 1900, του αγροτικού δήμου Ραμνής το 1920 και της κοινότητας Ραμνής μετά το 1925. Το 1997 η Χιλιομουδού έγινε μέρος του ανασυσταθέντος Δήμου Αρμένων, ο οποίος έγινε Δημοτική Ενότητα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

ΧΑΜΠΑΘΑ

ΧΑΜΠΑΘΑ

Τα Χάμπαθα βρίσκονται σε υψόμετρο 164 μέτρων στα νότια της κοιλάδας του Αλμυρού, σε μικρή απόσταση από τη Μάζα, στην οποία υπάγονται διοικητικά. Ως προς την προέλευση της ονομασίας, ο Σπανάκης αναφέρει ότι μπορεί να σχετίζεται με τη λέξη «χάμπασα», που χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν τόπο βραχώδη και άγονο.

Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς ιδρύθηκε το χωριό, αλλά στο βορειοδυτικό άκρο του υπάρχει μονόχωρη καμαρόσκεπη εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο, η οποία χτίστηκε τον 14ο αιώνα (κατά τη β΄ Βυζαντινή περίοδο) και φέρει αρκετές -φθαρμένες, αλλά εντυπωσιακές- τοιχογραφίες, πιθανότατα έργο του γνωστού εικονογράφου Ιωάννη Παγωμένου. Στην ανατολική άκρη του χωριού, πάνω στον δρόμο που το συνδέει με τη Μάζα με το Φονέ, υπάρχει άλλη μία εκκλησία, αφιερωμένη στον Αρχάγγελο Μιχαήλ, που γιορτάζει στις 8 Νοεμβρίου.

Το χωριό αναφέρεται από τον Barozzi το 1578 ως Ghabatha, από τον Καστροφύλακα το 1583 ως Maxa Filippu Ganbassa (μαζί με τα χωριά Μάζα και Φιλίππου) και από τον Basilicata το 1630 ως Chabata. Το χωριό επίσης αναφέρεται ως Khábata στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834, σύμφωνα με την οποία κατοικούνταν από 6 χριστιανικές οικογένειες.

Διοικητικά, τα Χάμπαθα αναφέρονται ως μέρος του Δήμου Μαθέ το 1881, του Δήμου Γεωργιούπολης το 1900, του αγροτικού δήμου Μάζας το 1920 και της κοινότητας Μάζας μετά το 1925. Το 1997 τα Χάμπαθα έγιναν μέρος του Δήμου Κρυονερίδας, ο οποίος έγινε Δημοτική Ενότητα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

ΦΡΕΣ

ΦΡΕΣ

Ο Φρες βρίσκεται σε υψόμετρο 223 μέτρων στους πρόποδες των Λευκών Ορέων, σε μια τοποθεσία με θέα μεγάλο μέρος του Αποκόρωνα. Η ονομασία του χωριού συνδέεται πιθανότατα με την ίδρυση μιας σχολής «Φρέρηδων» το 1550, δηλαδή μοναχών που πήραν το όνομά τους από τη γαλλική λέξη frère, που σημαίνει «αδελφός». Σύμφωνα με τον Θεόδωρο Τρουλλινό, το χωριό υπήρχε ήδη κατά τη βυζαντινή περίοδο και ονομαζόταν Φέγγη, ενώ σε αυτό κατέφυγαν κάτοικοι του Φονέ και του Αλίκαμπου το 1571, όταν επιτέθηκε στα χωριά τους ο Οθωμανός πειρατής Ουλούτς Αλή (Uluç Ali). Το χωριό αναφέρεται ως Fre από τον Barozzi το 1577 και από τον Καστροφύλακα το 1583, αν και γνωρίζουμε ότι ήταν επίσης γνωστό ως Pomogna Zuliani ή Giuliani, δηλαδή «το φέουδο της οικογένειας Τζουλιάνι».

Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, οι κάτοικοι του συνοικισμού Κοτσοβίτσα συμμετείχαν στην επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1770, γεγονός που προκάλεσε τη μήνι των Οθωμανών, οι οποίοι τους σκότωσαν μέχρι τον τελευταίο και έκαψαν τα σπίτια τους. Ο Φρες συμμετείχε ενεργά στην επανάσταση του 1821, αλλά τον Φεβρουάριο του 1824 ο Χασάν πασάς εισέβαλε στον Αποκόρωνα και αιχμαλώτισε κοντά στον Φρε 400 χριστιανούς, τους οποίους πούλησε ως σκλάβους. Σύμφωνα με την αιγυπτιακή απογραφή του 1834, το χωριό κατοικούνταν από 80 χριστιανικές οικογένειες και μία μουσουλμανική, ενώ αναφέρεται επίσης από τον Μιχαήλ Χουρμούζη το 1842 ως Φραι.

Το χωριό συμμετείχε και στην επανάσταση του 1841 (επίσης γνωστή ως του Χαιρέτη), καθώς σύμφωνα με τη λαϊκή μούσα «Στου Φρε τον κατεβάσανε, στου Σύμβουλου το σπίτι, κι εφημερίδες έκαμαν κι εγέμισεν η Κρήτη». Εδώ λέγεται επίσης ότι έλαβε χώρα η πρώτη σύγκρουση της επανάστασης του 1866, όταν ο Νικόλας Τζιτζικαλάκης σκότωσε τον αιμοβόρο Χατζή Χουσεΐν αγά των Πεμονίων, ενώ στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας και το δημοτικό σχολείο του χωριού φιλοξενήθηκε η «Παγκρήτια Επαναστατική Συνέλευση» που συγκροτήθηκε την 1η Ιανουαρίου 1878. Ο Φρες έπαιξε σημαντικό ρόλο και κατά τη Μεταπολιτευτική Επανάσταση (1895-1896), καθώς φιλοξένησε τη Μεταπολιτευτική Επιτροπή και συνελεύσεις ενόπλων σε αρκετές περιπτώσεις. Η επίτευξη της αυτονομίας το 1898 δεν προκάλεσε εφησυχασμό στους Φρεδιανούς, αλλά ώθησε πολλούς να συνεχίσουν να αγωνίζονται για την απελευθέρωση των ομογενών τους στη Μακεδονία και την Ήπειρο.

Ως ελάχιστος φόρος τιμής σε όσους πολέμησαν και έπεσαν στους αγώνες αυτούς, μπροστά από την Παναγία την Ευαγγελίστρια φτιάχτηκε ένα ηρώο με την επιγραφή «Μνήμη και Χρέος», το οποίο αποτελείται από ένα άγαλμα αφιερωμένο στον Άγνωστο Κρητικό αγωνιστή και τις προτομές του Κωνσταντίνου Διγενάκη, οπλαρχηγού και συγγραφέα, του Σταύρου Κελαϊδή, οπλαρχηγού και δικηγόρου, και του Κωνσταντίνου Λαγουμιτζάκη, δάσκαλου και επιθεωρητή Μέσης Εκπαίδευσης. Τα γλυπτά αυτά πλαισιώνουν πέτρινες στήλες, όπου αναγράφονται τα ονόματα όσων πολέμησαν στις Κρητικές επαναστάσεις, τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-13) και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο μεγαλοπρεπής ναός της Παναγίας της Ευαγγελίστριας αποτελεί το σήμα κατατεθέν του χωριού, ενώ έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο μνημείο. Πρόκειται για τρίκογχο ναό με τρούλο που χτίστηκε κατά την περίοδο 1789-1861 και πήρε τη σημερινή του μορφή το 1875. Αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα νεότερης εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής, με αξιόλογο με αξιόλογο τοιχογραφικό διάκοσμο που έχει φιλοτεχνήσει ο Στυλιανός Καρτάκης, μαθητής του Φώτη Κόντογλου.

Μια άλλη ενδιαφέρουσα εκκλησία του χωριού είναι η Παναγία των Δύο Βράχων, η οποία χτίστηκε τον 13ο αιώνα στη θέση «του Καμπή ο Λαγγός», σε ένα μικρό φαράγγι στα νοτιοδυτικά του χωριού, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στη θέση Ρεγκούση, η οποία είναι διακοσμημένη με τοιχογραφίες του 14ου αιώνα που εικονίζουν αγίους και σκηνές του Ευαγγελικού κύκλου. Δύο άλλα σημεία αναφοράς για το χωριό είναι το αρχοντικό Μανούσακα, όπου στεγάζεται το Μουσείο του Φρε, και η πινακοθήκη Γιαννουλάκη, η οποία περιλαμβάνει εξαιρετικά έργα σύγχρονων Ελλήνων ζωγράφων.

Διοικητικά, ο Φρες αναφέρεται ως έδρα του Δήμου Φρε το 1881 και το 1900, έδρα του ομώνυμου αγροτικού δήμου το 1920 και αυτοτελής κοινότητα μετά το 1925. Το 1997 ο Δήμος Φρε ανασυστάθηκε και το 2010 έγινε Δημοτική Ενότητα του Δήμου Αποκορώνου.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

ΦΟΝΕΣ

ΦΟΝΕΣ

Ο Φονές βρίσκεται σε υψόμετρο 136 μέτρων στα νότια της κοιλάδας του Αλμυρού, στο ανατολικό άκρο της Δ.Ε. Κρυονερίδας. Το χωριό είναι χτισμένο σε πεδινή τοποθεσία στη βάση του υψώματος Δαφνοκορφή (υψόμετρο 693 μέτρα), το οποίο βρίσκεται απέναντι από τη νότια απόληξη των υψωμάτων του Βάμου και του Κεφαλά. Δεν είναι γνωστό από που προέρχεται η ονομασία του χωριού ή πότε ιδρύθηκε, αλλά ο Τρουλλινός αναφέρει ότι το 1571 έγινε στόχος επιδρομής του Οθωμανού πειρατή Ουλούτς Αλή (Uluç Ali), ο οποίος κατέστρεψε επίσης τον Αλίκαμπο. Ο Φονές δε μνημονεύεται στις απογραφές της Βενετοκρατίας, αλλά αναφέρεται ως Phoné στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834, σύμφωνα με την οποία κατοικούνταν από 18 χριστιανικές οικογένειες.

Η εκκλησία του χωριού είναι αφιερωμένη στον Άγιο Παντελεήμονα, ενώ μια δεύτερη υπάρχει στην πλαγιά προς τη Δαφνοκορφή στα νοτιοανατολικά του χωριού, αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη τον Ριγολόγο (γιορτάζει στις 29 Αυγούστου). Στο Φονέ εδρεύει μια μονάδα παραγωγής ασβέστη, ενώ στα νότια του χωριού υπάρχει λατομείο.

Διοικητικά, ο Φονές αναφέρεται ως μέρος του Δήμου Μαθέ το 1881, του Δήμου Γεωργιουπόλεως το 1900, του αγροτικού δήμου Μάζας το 1920 και της κοινότητας Μάζας μετά το 1925. Το 1997 ο Φονές έγινε μέρος του Δήμου Κρυονερίδας, ο οποίος έγινε Δημοτική Ενότητα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

ΦΥΛΑΚΗ

ΦΥΛΑΚΗ

Η Φυλακή (ή Φλακή) βρίσκεται σε υψόμετρο 111 μέτρων στο ανατολικό άκρο του Αποκόρωνα, κοντά στον ποταμό Μουσέλα, ο οποίος αποτελεί το σύνορο μεταξύ των Π.Ε. Χανίων και Ρεθύμνου. Εκτιμάται ότι το χωριό πήρε το όνομά του από τις φυλακές που υπήρχαν εδώ κατά την ύστερη οθωμανική περίοδο, ή από τα φυλάκια που υπήρχαν κατά μήκος του ποταμού Μουσέλα, ο οποίος ήταν παλιά πλωτός, πράγμα που καταδεικνύει η ύπαρξη παλιών νερόμυλων κοντά στις όχθες του.

Η περιοχή φαίνεται να κατοικήθηκε ήδη τα αρχαία χρόνια, καθώς στη θέση «Της τρύπας τ’ αρμί», βορειοδυτικά του χωριού, βρέθηκε θολωτός τάφος της Υστερομινωικής εποχής, ο οποίος εκτιμάται ότι χτίστηκε μεταξύ των ετών 1370-1200 π.Χ. Ο τάφος ήταν συλημένος, αλλά οι αρχαιολόγοι εντόπισαν μερικά ενδιαφέροντα κτερίσματα, μεταξύ των οποίων χρυσοί ρόδακες περιδέραιου, ασημένια και λίθινα δαχτυλίδια και σφραγιδόλιθοι. Το σημερινό χωριό φαίνεται να ιδρύθηκε κατά τη Βενετοκρατία, καθώς αναφέρεται από τον Barozzi το 1577 ως Dhramio Flari (μαζί με τα Δράμια), από τον Καστροφύλακα το 1583 ως Flachi και από τον Basilicata το 1630 με την ίδια ονομασία. Αναφέρεται επίσης στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834, σύμφωνα με την οποία κατοικούνταν από 25 χριστιανικές και 4 μουσουλμανικές οικογένειες.

Το 1880 η Φυλακή έγινε για έναν περίπου χρόνο έδρα του Νομού Σφακίων (Sancak-i İsfakiye), διάστημα κατά το οποίο χτίστηκαν τα κτήρια της φυλακής και του δικαστηρίου, τα οποία σώζονται έως σήμερα. Πέρα από αυτά, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εκκλησία της Αγίας Άννας, στο εσωτερικό της οποίας υπάρχει ένας περίτεχνος τάφος με τον θυρεό των Καλλέργηδων, μιας οικογένειας που έπαιξε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην Κρήτη κατά τη Βενετοκρατία. Ένα άλλο σημείο ενδιαφέροντος είναι το παλιό Δημοτικό Σχολείο του χωριού, το οποίο χτίστηκε κατά την τελευταία θητεία του Ελευθερίου Βενιζέλου (1928-1932) και έχει κηρυχθεί νεότερο μνημείο, ενώ ολόκληρος ο οικισμός έχει υπαχθεί στον κατάλογο Παραδοσιακών Οικισμών της Ελλάδας (ΦΕΚ 594/13-11-1978).

Διοικητικά, η Φυλακή αναφέρεται ως μέρος του Δήμου Μαθέ το 1881, του Δήμου Γεωργιούπολης το 1900, του αγροτικού δήμου Κάστελλου το 1920 και της κοινότητας Κάστελλου το 1926, απ’ όπου αποσπάστηκε το 1949 και έγινε αυτοτελής κοινότητα, στην οποία επίσης υπάγονταν τα Δράμια. Το 1997 η Φυλακή έγινε μέρος του ανασυσταθέντος Δήμου Γεωργιούπολης, ο οποίος έγινε Δημοτική Ενότητα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

ΤΣΙΒΑΡΑΣ

ΤΣΙΒΑΡΑΣ

Ο Τσιβαράς βρίσκεται σε υψόμετρο 102 μέτρων νοτιοανατολικά των Καλυβών, πάνω στον κύριο δρόμο προς τον Βάμο. Έχει υποστηριχθεί ότι η ονομασία του προέρχεται από τα τουρκικά, όπου η λέξη civar (τζιβάρ) σημαίνει «περίχωρο», αλλά η ύπαρξη του χωριού καταγράφεται ήδη κατά τη Βενετοκρατία. Το χωριό αναφέρεται από τον Barozzi το 1577 ως Civara, από τον Καστροφύλακα το 1583 ως Zivara και από τον Basilicata το 1630 ως Civara, ενώ αναφέρεται στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834 ως Tsivarás, οπότε κατοικούνταν από 16 χριστιανικές και 4 μουσουλμανικές οικογένειες.

Λόγω της οχυρής του θέσης σε ύψωμα ανάμεσα σε δύο από τα πιο μεγάλα χωριά της επαρχίας, ο Τσιβαράς υπήρξε επανειλημμένα πεδίο σύγκρουσης μεταξύ του οθωμανικού στρατού και επαναστατών, λέγεται δε ότι έχει καεί επτά φορές(!). Στις 17 Ιουνίου 1821 ο Μανούσος Πρωτοπαπαδάκης με αρκετούς Αποκορωνιώτες «συνήψε μάχην πλησίον του χωριού Σίβαρα ή Τσιβαρά, όπου προέβησαν εκ των Καλυβών οι Τούρκοι να απαντήσωσιν. Ισχυρά και πεισμώδης κατέστη η αμοιβαία άμυνα», αλλά οι επαναστάτες κατάφεραν να επικρατήσουν επί των ανδρών του Αλή Σοφτά και του Τσουρούνη. Σύμφωνα με τον Κριτοβουλίδη, «Μικρά εγένετο πραγματικώς η φθορά, αλλ’ ηθικώς επηρέασεν εκείνη η νίκη εις αμφότερα τα διαμαχόμενα μέρη».

Μια επίσης σημαντική σύγκρουση έλαβε χώρα στις 11 Ιουνίου 1878, όταν ο Σαλίχ πασάς αποβιβάστηκε στις Καλύβες με μια δύναμη 4.000 ανδρών και επιτέθηκε στα χωριά Τσιβαράς, Αρμένοι και Νιό Χωριό. Σύμφωνα με ένα έμμετρο ποίημα του Αναγνώστη Ντούνη, «ο Τούρκος όλα τα χωριά ερήμωσε όπου μπήκε, έκαψε σπίθια, θυμωνιές και πήρε ό,τι βρήκε. Σε Νιό Χωριό, Κατσουφριανά, σε Τσιβαρά κι Αρμένους, έσφαξε νέους και παιδιά και απογερασμένους». Στην περιοχή έσπευσαν επαναστάτες υπό τον Κεφαλιανό οπλαρχηγό Μαθιό Μυλωνογιάννη, οι οποίοι επέφεραν σημαντικές απώλειες στους επιτιθέμενους και τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν στις Καλύβες και το Καλάμι.

Ο Τσιβαράς υπήρξε πεδίο μάχης και κατά την Μεταπολιτευτική Επανάσταση, καθώς ο οθωμανικός στρατός επιτέθηκε επανειλημμένα εναντίον του τον Μάιο του 1896, με σκοπό να διασπάσει την πολιορκία του Βάμου από τους επαναστάτες. Μετά από αρκετές προσπάθειες, μια ισχυρή δύναμη υπό τον Αμπντουλάχ πασά κατάφερε στις 18 Μαΐου να διασπάσει την τοποθεσία, φτάνοντας μέχρι τον Βάμο και ενθαρρύνοντας τη φρουρά του να προβεί σε έξοδο. Κατά την υποχώρησή τους οι οθωμανικές δυνάμεις λεηλάτησαν και πυρπόλησαν τον Τσιβαρά, όπως έκαναν και στον Βάμο και τα Ντουλιανά.

Στο κέντρο του χωριού υπάρχει εκκλησία αφιερωμένη στην Αγία Τριάδα, ενώ στο βόρειο άκρο του βρίσκεται το παλιό σχολείο, το οποίο χτίστηκε το 1900 με έξοδα του αρχιμανδρίτη Γερμανού Αποστολάκη και όπου γίνονται πολλές από τις εκδηλώσεις του ιδιαίτερα δραστήριου πολιτιστικού συλλόγου του χωριού. Στα ανατολικά του χωριού αξίζει κανείς να επισκεφθεί τον σπηλαιώδη ναό του Αγίου Αντωνίου, όπου μπορεί να κάνει μια στάση ενώ εξερευνά την όμορφη φύση του Αποκόρωνα.

Διοικητικά, o Τσιβαράς αναφέρεται ως μέρος του Δήμου Αρμένων το 1881 και το 1900, του αγροτικού δήμου Καλυβών το 1920 και της κοινότητας Καλυβών μετά το 1925. Το 1997 ο Τσιβαράς έγινε μέρος του ανασυσταθέντος Δήμου Αρμένων, ο οποίος έγινε Δημοτική Ενότητα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

ΤΖΙΤΖΙΦΕΣ

ΤΖΙΤΖΙΦΕΣ

Ο Τζιτζιφές βρίσκεται σε υψόμετρο 255 μέτρων στους πρόποδες των Λευκών Ορέων, στο νοτιοανατολικό άκρο της Δ.Ε. Φρε. Αποτελείται από δύο γειτονιές που χωρίζονται από μια ρεματιά που ονομάζεται Φαραγγούλι. Στο κάτω μέρος της ρεματιάς βρίσκεται η τοποθεσία Βρύση, όπου υπάρχει μια φυσική πηγή που τρέχει νερό όλο τον χρόνο, καθώς και δύο υπεραιωνόβια πλατάνια, στη σκιά των οποίων έγιναν πολλές και σημαντικές συνελεύσεις οπλαρχηγών κατά τον 19ο αιώνα. Το όνομα του χωριού οφείλεται πιθανότατα στο δέντρο τζιτζιφιά (Ziziphus jujuba), το οποίο κατάγεται από την Ασία αλλά ευδοκιμεί στην περιοχή.

Δεν είναι γνωστό πότε ιδρύθηκε το χωριό, αλλά η πρώτη γραπτή αναφορά σε αυτό γίνεται από τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά, ο οποίος το καταγράφει ως Ζιζιφέα. Το χωριό διατήρησε το όνομα αυτό κατά τη Βενετοκρατία, καθώς αναφέρεται από τον Καστροφύλακα το 1583 ως Ziziffea. Στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834 αναφέρεται ως Tzifés, μάλλον επειδή ο Άγγλος περιηγητής Πάσλεϊ πέρασε το πρώτο «τζι» του ονόματός του για άρθρο. Ο Χουρμούζης αναφέρει το χωριό ως Τσιντσιφέ στα Κρητικά το 1842, ενώ ο Κριτοβουλίδης το αναφέρει ως Ζιζιφέ το 1859.

Ο Τζιτζιφές υπήρξε συχνά καταφύγιο και τόπος συνάθροισης χριστιανών ενόπλων, ιδίως κατά τις επαναστάσεις του 1821, 1866, 1878 και 1895-96. Κατά τη διάρκεια αυτών διακρίθηκαν για τη ανδρεία και δράση τους αρκετοί ντόπιοι, όπως ο Γιώργης Παπαδάκης ή Ξέπαπας, οπλαρχηγός του 1821 και «φροντιστής» Οικονομίας της επαναστατημένης Κρήτης το 1822, ο οποίος εκπροσώπησε το νησί ως πληρεξούσιος στη Β΄ Εθνοσυνέλευση που έγινε στο Άστρος Κυνουρίας (29 Μαρτίου-18 Απριλίου 1823) και σκοτώθηκε στη Γραμβούσα μερικούς μήνες αργότερα. Ο γιός του Ιωάννης Παπαδάκης διακρίθηκε ως καθηγητής μαθηματικών και αστρονομίας, ενώ διετέλεσε διευθυντής του Αστεροσκοπείου Αθηνών (1855-1858) και κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού (σήμερα και Καποδιστριακού) Πανεπιστημίου δύο φορές (1859-1860 και 1873-1874). Ένα άλλο διάσημο τέκνο του χωριού είναι ο Αναγνώστης Μιχελιουδάκης, ο οποίος πολέμησε στην επανάσταση του 1866 και διετέλεσε πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Φρε από το 1906 μέχρι το 1911.

Πέρα από την ιστορία του Τζιτζιφέ, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εκκλησίες του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, του Αγίου Γεωργίου, της Αγίας Φωτεινής και των Γενεθλίων της Θεοτόκου, καθώς και το σπήλαιο Μαρμαρόσπηλιο(ς) που βρίσκεται στη θέση Κρεμαστός, έξω από το χωριό. Ο Τζιτζιφές είναι επίσης γνωστός ως ένα από τα χωριά της «ρίζας», απ’ όπου κατάγεται το γνωστό ριζίτικο τραγούδι και όπου εδρεύει ο καλλιτεχνικός όμιλος «Ο Αποκόρωνας». Είναι επίσης το μόνο χωριό της Κρήτης όπου εξακολουθεί να παράγεται το καραμπάσι, ένα αιθέριο έλαιο που παράγεται από τους καρπούς της δάφνης (Laurus nobilis) και έχει θεραπευτικές όσο και καλλωπιστικές ιδιότητες.

Διοικητικά, το χωριό αναφέρεται ως Τζιτζυφές του Δήμου Φρε το 1881 και το 1900, έδρα ομώνυμου αγροτικού δήμου το 1920 και αυτοτελής κοινότητα μετά το 1925. Το 1997 ο Τζιτζιφές έγινε μέρος του ανασυσταθέντος Δήμου Φρε, ο οποίος έγινε Δημοτική Ενότητα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης

ΣΤΥΛΟΣ

ΣΤΥΛΟΣ

Ο Στύλος βρίσκεται σε υψόμετρο 63 μέτρων στα δυτικά της κοιλάδας του Κοιλιάρη. Στη θέση Αζωγυρέ στα βορειοανατολικά του χωριού υπάρχουν κατάλοιπα ενός οικισμού που εγκαταλείφθηκε κατά την Υστερομινωική περίοδο (1560-1050 π.Χ.), όπου βρέθηκαν μεταξύ άλλων ένα εργαστήρι αγγειοπλαστικής και ένας θολωτός τάφος. Δεν είναι σαφές αν η περιοχή κατοικούνταν συνεχόμενα, αλλά ο Στύλος ήταν σημαντικός οικισμός κατά τη βυζαντινή περίοδο, πράγμα που μαρτυρούν οι παλιές και ενδιαφέρουσες εκκλησίες του. Στα βορειοανατολικά του χωριού βρίσκεται η σταυροειδής εκκλησία της Παναγίας της Ζερβιώτισσας που χτίστηκε τον 10ο αιώνα, ενώ στη βόρεια είσοδο του χωριού βρίσκεται ένας δίκλιτος ναός αφιερωμένος στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και τον Άγιο Νικόλαο, στο εσωτερικό του οποίου βρέθηκαν τα λείψανα ενός παλαιότερου ναού του 7ου ή 8ου αιώνα.

Το 1267 ο Στύλος αναγνωρίστηκε ως μετόχι της Μονής του Αγίου Ιωάννη της Πάτμου, ενώ το 1401 ο Λατίνος επίσκοπος Καλαμώνος Anthonio de Ballancinis ανέφερε ότι ο Στύλος «κείται εις τα μέρη της επισκοπής του», πράγμα που υποδηλώνει ότι ο Αποκόρωνας υπαγόταν εκκλησιαστικά στο Ρέθυμνο και όχι στην Κυδωνία, με την οποία συνδέθηκε αργότερα. Το χωριό αναφέρεται από τον Barozzi το 1577 ως Stillio, από τον Καστροφύλακα το 1583 ως Stillo και από τον Basilicata το 1630 ως Stilo. Λόγω της πεδινής του θέσης, το χωριό αποτέλεσε επανειλημμένα χώρο εγκατάστασης οθωμανικών στρατευμάτων, ιδίως κατά τις επαναστάσεις του 1821, του 1866 και του 1889, οπότε και συγκλήθηκε στο Στύλο η «Γενική των Κρητών Συνέλευσις», η οποία εξέλεξε ως πρόεδρο τον Αντώνη Σήφακα.

Στη σύγχρονη ιστορία, μέσα και γύρω από τον Στύλο έγινε στις 28 Μαΐου 1941 μία από τις τελευταίες συγκρούσεις της Μάχης της Κρήτης, όταν Γερμανοί του 85ου Ορεινού Συντάγματος επιτέθηκαν στους άνδρες της 5ης Νεοζηλανδικής Ταξιαρχίας που υπερασπίζονταν το χωριό. Η μάχη ήταν σκληρή και διήρκεσε για μερικές ώρες, έως ότου τα Συμμαχικά τμήματα αποφάσισαν να συμπτυχθούν προς το Νιό Χωριό και τους Άγιους Πάντες (Μπαμπαλή).

Στα βορειοδυτικά του Στύλου, κοντά στο σημείο όπου τελειώνει το εντυπωσιακό φαράγγι του Δικτάμου, βρίσκεται ο μικρός οικισμός Φαράγγι. Παρά την εντυπωσιακή ομορφιά του και την εγγύτητά του σε ιστορικά μνημεία όπως η αρχαία Απτέρα και το Ιτζεδίν, το φαράγγι του Δικτάμου δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό, αλλά ούτε και η μικρή λίμνη που σχηματίζεται εδώ κατά τους χειμερινούς μήνες. Στα ανατολικά του οικισμού, κοντά στον κύριο δρόμο προς τις Καλύβες, βρίσκεται ο νερόμυλος του Στύλου, ενώ βορειότερα, στη θέση Πλατανάκια, βρίσκεται μια μικρή γραφική εκκλησία, αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη το Ριγολόγο.

Διοικητικά, ο Στύλος αναφέρεται ως μέρος του Δήμου Αρμένων το 1881 και το 1900, έδρα ομώνυμου αγροτικού δήμου το 1920 και αυτοτελής κοινότητα μετά το 1925, στην οποία επίσης υπάγονται οι οικισμοί Πρόβαρμα και Σαμωνάς. Το 1997 ο Στύλος έγινε μέρος του ανασυσταθέντος Δήμου Αρμένων, ο οποίος έγινε Δημοτική Ενότητα του Δήμου Αποκορώνου το 2010.

Επιμέλεια & σύνταξη κειμένων: Γιώργος Λιμαντζάκης


Facebook twitter youtube